- χόλιασμα
- το, -ατοςχολή, δυσαρέσκεια, κάκιωμα: Θα του περάσει το χόλιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χόλιασμα — το, Ν [χολιάζω] οργή, θυμός ή δυσαρέσκεια … Dictionary of Greek
χολιαστικός — ή, ό, Ν [χολιάζω] αυτός που γίνεται με χόλιασμα ή αυτός που προέρχεται από χόλιασμα … Dictionary of Greek
κάκιωμα — το το αποτέλεσμα του κακιώνω, θυμός, κακία, χόλιασμα, δυσαρέσκεια: Μεταξύ φίλων δεν πρέπει να υπάρχει κάκιωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)